- ἐναπόγραφος
- ἐναπό-γρᾰφος, ον,A registered, esp. of cultivators or serfs, POxy.135.15, 137.12 (vi A. D.), PAmh.2.149.6 (vi A. D.), Just.Nov.54Pr., al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναπόγραφος — ἐναπόγραφος, ον (AM) μσν. (στο Βυζ.) κατά πληθ. οἱ ἐναπόγραφοι ως ουσ. τάξη πολιτών υποχρεωμένων να καλλιεργούν τη γη τών κυρίων τους, δουλοπάροικοι, δούλοι | αρχ. ο γραμμένος σε κατάλογο, ο απογεγραμμένος. επίρρ... ἐναπογράφως (Μ) ενώ είναι… … Dictionary of Greek
ἐναπόγραφος — registered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναπόγραφον — ἐναπόγραφος registered masc/fem acc sg ἐναπόγραφος registered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναπογράφοις — ἐναπόγραφος registered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναπογράφου — ἐναπόγραφος registered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναπογράφους — ἐναπόγραφος registered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναπογράφων — ἐναπόγραφος registered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναπογράφῳ — ἐναπόγραφος registered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναπόγραφοι — ἐναπόγραφος registered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek